Τετάρτη 8 Μαρτίου 2017

8 Μαρτίου - Hμέρα της Γυναίκας


(Η Κίρκη στον πίνακα του J.W.Waterhouse, «The Sorceress» (1913))  

Έτσι έχει σημαδέψει ανεξίτηλα τις σελίδες των σύγχρονων ποιητών μας η Γυναίκα, σε μερικά από τα πιο ωραία –και αντιπροσωπευτικά– δείγματα του είδους. Με αφορμή τη σημερινή Διεθνή Ημέρα προς τιμήν της.

 Νίκος Καββαδίας, «Γυναίκα»
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία

Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου

για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δεν με ορίζει
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο
διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα
(Από τη συλλογή Τραβέρσο, Άγρα, 1990)

Γιώργης Παυλόπουλος, «Στης Κίρκης»
Πλάγιαζα στο σκοτάδι και την περίμενα
ακούγοντας ν’ ανεβαίνει τη σκάλα
μέσ’ στη δροσιά του σπιτιού
σαν ψίθυρος από φιλιά κι ανάσες.
Γύρευα τότε να ξεφύγω
μα η ομορφιά της στάλαζε στα κόκαλά μου
νύχτες που μελετούσα το κενό
πηγαίνοντας από την ηδονή στον Άδη.
Και τα λαγόνια της να φέγγουνε στον ύπνο μου
ματόκλαδα και χείλια που τάσκιζε ο πόθος μου
κι ο γυρισμός στον ύπνο μου μονάχα
λίγος καπνός από μακριά
λουλούδια κι ένα δροσερό σταμνί.
Και το καράβι μου στον κήπο της
δεμένο κι άγρυπνο
σαν ένα μεγάλο μαύρο σκυλί
μου θύμιζε κάποτε τους σύντροφους που χάθηκαν
ή τις παράξενες αφορμές της αγάπης.
(Από τη συλλογή «Το κατώγι» 1971 –συγκεντρωτική έκδοση «Γιώργης Παυλόπουλος,«Ποιήματα 1943-1997», εκδ. Νεφέλη)



Τάσος Λειβαδίτης, «Γυναίκες»
(απόσπασμα από το «Καντάτα 1960»)
“…Φτωχές γυναίκες,
μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες,
τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες
εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού,
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά
πίσω από την αγνότητα,
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία
πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι,
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε…
Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα

που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες
για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο
το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’
τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο….
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες,
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε;
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες,
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους…
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε
παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία;
Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και
την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή-
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία.
Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε,
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά,
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες,
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας.
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει
γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις.
Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν
παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν
ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους-
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους.
Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα
στο εσωτερικό μας πάθος,
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα
της μητρότητάς μας…”
(Τάσος Λειβαδίτης, Ποίηση, τ. 1, Κέδρος)
 («Portrait of Adele Bloch-Bauer I», Gustav Klimt, 1907 ) 



On Pinterest!

On Instagram!