Η Γκαμπριέλ Μπονέρ
“Κοκό” Σανέλ [Gabrielle Bonheur “Coco” Chanel,
19 Αυγούστου 1883 – 10 Ιανουαρίου 1971],
γνωστή ως Κοκό Σανέλ, ήταν
Γαλλίδα σχεδιάστρια μόδας, μία από
τις διασημότερες σχεδιάστριες μόδας
του 20ού αιώνα.
Το 1909 άνοιξε το πρώτο
της κατάστημα στο Παρίσι, με γυναικεία
καπέλα. Ίδρυσε ομώνυμο οίκο
μόδας που
παραμένει στην επικαιρότητα μέχρι
σήμερα. Το 1923 δημιούργησε το άρωμα “Σανέλ
№ 5” και εφηύρε το μικρό μαύρο φόρεμα.
Μόνο το όνομά της είναι
αρκετό για να οριστεί ένα ζευγάρι
παπούτσια, ένα ταγέρ, μία ατζέντα, ένα
άρωμα, ένα κόσμημα, μία ολόκληρη εμφάνιση.
Προσδίδει prestige, ποιότητα, άμεμπτο
γούστο και αλάνθαστο στυλ. Είναι μια
υπογραφή αρτιότητας. Η Κοκό Σανέλ είχε
ελάχιστη υπομονή και πολύ ταλέντο. Δε
θα μπορούσε να καταφέρει τίποτα λιγότερο.
Η Κοκό Σανέλ ήταν πρωτοποριακή σχεδιάστρια
μόδας. Η μοντέρνα και νεωτεριστική
φιλοσοφία της, οι εμπνευσμένες γυναικείες
μόδες -από τις αντρικές- και η αναζήτηση
της πολυτελούς απλότητας, την έκαναν
αναμφισβήτητα τη σημαντικότερη φιγούρα
στην ιστορία της μόδας του 20ου αιώνα. Η
επιρροή της στην υψηλή ραπτική ήταν
τόση, (μέχρι το θάνατό της, στα 87 της, η
Γαλλίδα σχεδιάστρια κατόρθωσε να
εγκαθιδρύσει τον εαυτό της ως το
σημαντικότερο και ίσως το μοναδικό
ρυθμιστή της μόδας του 20ού αιώνα), που
ήταν το μόνο πρόσωπο στον τομέα της που
αναφερόταν στο περιοδικό TIME, ανάμεσα
στους 100 ανθρώπους με τη μεγαλύτερη
επιρροή στον 20ό αιώνα.
Μια γυναίκα μπροστά
από την εποχή της, στην πραγματικότητα,
ίσως η πρώτη γυναίκα στο κίνημα
απελευθέρωσης των γυναικών. Η φήμη της
Chanel και το ύφος της, παρέμειναν περισσότερο
από τη ζωή της. Η Chanel, βέβαια, δεν θα
προσδιόριζε ποτέ τον εαυτό της ως
φεμινίστρια, στην πραγματικότητα
περισσότερο μιλούσε για θηλυκότητα
παρά για φεμινισμό, παρ’όλα αυτά η
δουλειά της είναι αδιαμφισβήτητα μέρος
της απελευθέρωσης των γυναικών. Στάθηκε
σωσίβια λέμβος για τις γυναίκες, όχι
μία, αλλά δύο φορές, κατά τη διάρκεια
δυο ξεκάθαρα διαφορετικών περιόδων,
που χώριζαν πολλές δεκαετίες: τη δεκαετία
του 1920 και τη δεκαετία του 1950. Όχι
μόνο έκανε αποδεκτά νέα στυλ και υφάσματα,
αλλά έκανε μόδα την ανάγκη και την
απροκάλυπτη ανυπακοή. Επειδή δεν άντεχε
οικονομικά τα μοδάτα ρούχα της περιόδου,
τα απέρριψε και έφτιαξε δικά της,
χρησιμοποιώντας σπορ jackets και
γραβάτες, που μόνο οι άντρες φορούσαν
στην καθημερινότητά τους.
Δεν είναι τυχαίο ότι
συσχετίστηκε με το μοντἐρνο κίνημα
συμπεριλαμβανομένων
των Ντιάγκιλεφ, Πάμπλο
Πικάσο, Στραβίνσκι και Κοκτό.
Όπως αυτοί οι καλλιτέχνες, έτσι και η
ίδια ήταν αποφασισμένη να σπάσει τους
παλαιούς κώδικες και να βρει ένα τρόπο
να εκφράσει τον εαυτό της. Ο Κοκτώ κάποτε
είπε γι’ αυτήν ότι «ήταν κάτι σαν θαύμα,
δούλεψε στον κόσμο της μόδας με κανόνες
οι οποίοι είχαν αξία μόνο για τους
ζωγράφους, τους ποιητές και τους
μουσικούς».
Οι καινοτομίες της
είναι βασικά κομμάτια της γκαρνταρόμπας
πολλών γενεών γυναικών: τα jersey ταγέρ
και φορέματα, τα ντραπέ τουρμπάνια, τα
πουκάμισα, οι πλισέ φούστες, τα γυναικεία
πουλόβερ, οι μπλούζες χωρίς γιακά, τα
τουίντ (πλεχτά) ταγέρ, τα blazer, οι
δίχρωμες (μπεζ με μαύρη μύτη) γόβες χωρίς
φτέρνα, τα strapless φορέματα, οι
καμπαρντίνες… Δημιούργησε, επίσης, το
μικρο μαὐρο φόρεμα, τη ζώνη-αλυσιδα, το
άρωμα № 5, το total look, τα κοσμήματα στα
ρούχα, το κασμιρένιο κάρντιγκαν, την
καπιτονέ τσάντα με την αλυσίδα, τις
γυναικείες πυτζάμες (τις οποίες κατόρθωσε
να κάνει και κοινωνικά αποδεκτές),
το unisex στυλ, το gypsy look και τα
γυναικεία παντελὀνια, ενώ, επίσης, αυτή
ήταν που καθιέρωσε το μαὐρισμα και τα
κοντἀ μαλλιά στις γυναίκες.
Η σχεδιάστρια
χρησιμοποίησε, επίσης, τα ζωηρά χρώματα
και τα θηλυκά τυπωμένα σιφόν στα σχέδιά
της που αφορούσαν την πρωινή ένδυση. Τα
βραδινά της σύνολα ακολούθησαν τη μακριά
και λεπτή γραμμή για την οποία η
σχεδιάστρια ήταν γνωστή, αλλά και το
ενσωματωμένο τούλι, τη δαντέλλα, και τα
διακοσμητικά στοιχεία που μαλακώνουν
και κάνουν ρομαντικότερο το ένδυμα.
Τα γεγονότα της ζωής
της Κοκό Σανέλ δείχνουν ότι αναγνώρισε
από νωρίς, κατά τη διάρκεια της
σταδιοδρομίας της, ότι η κοινωνία και
η μόδα συνδέονται άμεσα και περίπλοκα
μεταξύ τους. Τα παθιασμένα ενδιαφέροντα
της σχεδιάστριας ενέπνευσαν τις μόδες
της. Το διαμέρισμά της και ο ιματισμός
της ακολουθούσαν την αγαπημένη της
χρωματική παλέτα, σκιές του μπεζ, του
μαύρου και του λευκού. Αντικείμενα από
τη συλλογή τέχνης της και τα θεατρικά
ενδιαφέροντά της, της παρείχαν την
κατάλληλη έμπνευση για τα θέματα
των collections της. Όταν η Σανέλ
παρευρέθηκε σ’ ένα χορό μεταμφιεσμένων,
ντύθηκε σαν μια φιγούρα από πίνακα
του Αντουάν Βατό (Watteau) και
αργότερα ξαναδούλεψε αυτό το κοστούμι
και το μετέτρεψε σε γυναικείο κοστούμι.
Η Σανέλ, επίσης, εμπνεόταν
για τις δημιουργίες της από την
καθημερινότητα και την προσωπική της
ζωή. Κατά τη διάρκεια του δεσμού της με
τον Etienne Balsan εμπνεύστηκε τα σύνολα
ιππασίας, ενώ η συμβίωσή της με το δούκα
του Γουέστμινστερ, την οδήγησε σε μια
αγγλική περίοδο – που κατόρθωσε να την
εισάγει στους κλειστούς υψηλους κύκλους
της κοινωνίας. Η συνεχής ανάγκη για
υψηλή ραπτική και τα χρήματα για τη
χρηματοδότησή της, βρίσκονταν εκεί στις
αίθουσες χορού και στα σαλόνια του
Παρισιού. Και η αυξανόμενη φήμη της
Σανέλ ως πρωτοποριακής σχεδιάστριας,
ενδυνάμωσε την επιθυμία της υψηλής
κοινωνίας να την συμπεριλάβει στους
κύκλους της. Η κοινωνία, άλλωστε, πάντα
αγαπά να βρίσκεται κοντά στην
δημιουργικότητα.
«Δεν μπήκα στην κοινωνία
αυτή επειδή έπρεπε να σχεδιάσω ρούχα.
Σχεδίασα ρούχα, ακριβώς επειδή μπήκα
στην κοινωνία αυτή. Επειδή ήμουν η πρώτη
που έζησε τη ζωή αυτού του αιώνα» είχε
πει η ίδια η Σανέλ.
Αργότερα, προσέλαβε
Ρώσους μετανάστες από τον φιλικό της
κύκλο, για να εργαστούν στο εργαστήριο
κεντήματός της, δημιουργώντας, έτσι,
σχέδια που μπορούσαν να αντεπεξέλθουν
στις απαιτήσεις της. Γνωστή για την
ανηλεή τελειομανία της, είτε στο σχέδιο,
είτε στην εφαρμογή, αλλά και για τις
ισχυρές απόψεις της σε κάθε θέμα γούστου,
η Σανέλ δημιούργησε τα ρούχα της έχοντας
ως αρχή την προσωπική της πεποίθηση.
Το κοφτερό μυαλό της
φαίνεται σε κάθε δημιουργία της. Από τη
χρήση των λογότυπων μέχρι τη βαθιά
κατανόηση της δύναμης της προσωπικότητας
και των πακέτων συσκευασίας. Ακόμα, για
τη Σανέλ ήταν πολύ σημαντικό το να
αντιγράφεται.
Η Κοκό Σανέλ δεν ήταν
απλά μπροστά από την εποχή της. Ήταν
μπροστά από τον ίδιο της τον εαυτό. Εάν
κάποιος κοιτάξει τις δουλειές των
σύγχρονων σχεδιαστών μόδας, τόσο
διαφορετικών μεταξύ τους, όπως οι Τομ
Φορντ, Χέλμουτ Λανγκ, Μιούτσια
Πράντα, Τζιλ Σάντερ και Ντονατέλλα
Βερσάτσε, βλέπει ότι πολλές δημιουργίες
τους αντανακλούν τις δικές της δημιουργίες.
Αποδεικνύεται, δηλαδή, πως το γούστο
της και η αίσθηση του στυλ που διέθετε,
υπερπηδούν τη μόδα του σήμερα.
Γεννημένη στο Saumur, στην
κοιλάδα του Λίγηρα της Γαλλίας, η
Σανέλ επέζησε μιας πενιχρής παιδικής
ηλικίας και μιας αυστηρής, μοναχικής
εκπαίδευσης. Η Σανέλ μεγάλωσε σε ένα
γαλλικό ορφανοτροφείο. Το απλοϊκό και
άκαμπτο φόρεμα των καλογραιών και το
περιβάλλον αυτό επηρέασαν τα σχέδια
της. Οι δυσκολίες της νεαρής ζωής της,
την ενέπνευσαν να ακολουθήσει έναν
ριζικά διαφορετικό τρόπο ζωής, πρώτα
πάνω στο σανίδι, όπου απόκτησε το
παρατσούκλι “Κοκό” και έπειτα ως
κατασκευάστρια και πωλήτρια γυναικείων
καπέλων.
Παρόλο που η Coco δεν είχε
αριστοκρατική καταγωγή, το 1912 γνώρισε
την εύπορη κοινωνία όταν γνώρισε τον
Arthur “Boy” Capel, που την βοήθησε να ανοίξει
το πρώτο της κατάστημα καπέλων το 1913,
ακολουθούμενο από ένα ακόμα στην
τουριστική πόλη Ντοβίλ. Πωλώντας καπέλα
και μια περιορισμένη γραμμή ενδυμάτων,
τα καταστήματα Σανέλ ανέπτυξαν μια
αφιερωμένη πελατεία που έκανε γρήγορα
το πρακτικό, αθλητικό της ντύσιμο, μεγάλη
επιτυχία. Ένα μεγάλο μέρος του ιματισμού
Σανέλ ήταν φτιαγμένο από jersey, μια
επιλογή υφάσματος ασυνήθιστη και
εμπνευσμένη. Έως ότου αρχίσουν οι
σχεδιαστές να δουλεύουν με το jersey,
αυτό συνήθως έβρισκε εφαρμογή σε αντρικά
εσώρουχα. Με την οικονομική της κατάστασή
επισφαλή κατά τα πρώτα έτη της σχεδιαστικής
της σταδιοδρομίας, η Σανέλ προτίμησε
το jersey πρώτιστα για το χαμηλότερο
κόστος του. Οι ιδιότητες του συγκεκριμένου
υφάσματος, εντούτοις, διασφάλισαν τη
συνέχεια της χρήσης του από τη σχεδιάστρια
ακόμα και όταν η επιχείρησή της έγινε
κερδοφόρα. Το ύφασμα έπεφτε ωραία και
ταίριαζε στα σχέδια της Σανέλ , που ήταν
απλά, πρακτικά, και συχνά εμπνευσμένα
από την αντρική ένδυση, ειδικά από τις
στολές που επικράτησαν κατά τον πρώτο
παγκόσμιο πόλεμο, που ξέσπασε το 1914.
Απ΄τη στιγμή που οι
«έχοντες συνείδηση μόδας» πελάτες της
πήγαν στο Παρίσι, στην αρχή του πολέμου,
οι Βoutiques Chanel στο Ντοβίλ και στο
Μπιαρίτς άρχισαν να ακμάζουν. Μαζί,
αυτά τα δύο καταστήματα απασχόλησαν
πάνω από 300 άτομα. Το νέο στυλ της Σανέλ,
με τις boxy γραμμές και τις κοντές
φούστες, που επέτρεπε στις γυναίκες να
αφήσουν τους κορσέδες πίσω τους, τις
ελευθέρωνε κινησιολογικά, για τις
πρακτικές δραστηριότητες που γίνονται
απαραίτητες από τον πόλεμο. Τα στοιχεία
αυτών των πρόωρων σχεδίων έγιναν
σφραγίδες του στυλ Σανέλ. Η Σανέλ ένιωσε
μεγάλη υπερηφάνεια ως γυναίκα στο
σχεδιασμό για άλλες γυναίκες, και μέχρι
το 1919, στην ηλικία τριάντα δύο, απόλαυσε
τεράστια επιτυχία, με πελάτες σε όλο
τον κόσμο. Κατά τη διάρκεια αυτής της
περιόδου, η Σανέλ δημιούργησε το -σε όλο
τον κόσμο διάσημο- άρωμα της, το Νο 5.
Σύντομα κατόπιν, στις αρχές του 1920 κατά
τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής
κρίσης, με την οικονομική βοήθεια του
Capel, μετέφερε τον οίκο ραπτικής της στο
Παρίσι, στην οδό Cambon 31, ο οποίος παραμένει
το κέντρο των διαδικασιών της επιχείρησης
Chanel, ακόμα και σήμερα.
Η Σανέλ εισήγαγε τις
πλεκτές ζακέτες το 1925 και το «μικρό
μαύρο φόρεμα» το 1926.
Το 1931, η Σανέλ μισθώθηκε
από τον Samuel Goldwin για ένα εκατομμύριο
δολάρια για να ντύσει τα αστέρια του,
συμπεριλαμβανομένων των Kathrine Hepburn, Grace
Kelly, Elizabeth Taylor και Gloria Swanson. Αυτό διήρκεσε
λίγο, εντούτοις, διότι πολλές στάρλετ
της εποχής αρνήθηκαν την υπηρεσία της.
Αργότερα εκείνη τη δεκαετία, πίσω στη
γενέτειρά της, η Chanel σχεδίασε και ανέπτυξε
μια σειρά κοσμημάτων που εμπνεύστηκε
από το «Αρ Ντεκό» κίνημα της τέχνης της
δεκαετίας του 1930.
Το 1939, μετά από την πτώση
του Παρισιού, η Σανέλ έκλεισε τις
boutiques της και πέρασε τα επόμενα δεκαπέντε
έτη της ζωής της στην Ελβετία -όπου
εξορίστηκε- λόγω της σχέσης της με έναν
ναζιστικό ανώτερο υπάλληλο.
Το 1954, η επιστροφή της
την αποκατέστησε στην κορυφή της υψηλής
ραπτικής. Η Σανέλ αποφάσισε να βελτιώσει
τα σχεδία της δεκαετίας του 1930. Ο
φυσικός, casual ιματισμός της,
συμπεριλαμβανομένου του κοστουμιού
Σανέλ , για άλλη μια φορά τράβηξε την
προσοχή – και τα πορτοφόλια – των
γυναικών. Εισήγαγε τα μεσάτα σακάκια
και τα παντελόνια καμπάνα για τις
γυναίκες. Μερικοί λένε ότι η δημοτικότητα
του «new look» του Ντιόρ αηδίασε την
Σανέλ και της έδωσε την έμπνευσή που
ήταν από καιρό μουδιασμένη. Άλλη μια
φορά, τα σχέδια Σανέλ άκμασαν και πλέον
αγκαλιάστηκε από τις στάρλετ του
Hollywood. Στην πραγματικότητα, η Σανέλ
ξόδεψε ένα μεγάλο μέρος της δεκαετίας
του 1950 και της δεκαετίας του
1960 εργαζόμενη για τα διάφορα στούντιο
του Hollywood, ντύνοντας σταρς όπως η Audrey
Hepburn και η Anne Baxter. Κατά τη διάρκεια αυτής
της περιόδου τα σχέδια της έγιναν πολύ
δημοφιλή, ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εκτός από τη δουλειά
της στην υψηλή ραπτική, σχεδίασε επίσης
κοστούμια για θεατρικά, όπως την Αντιγόνη
του Κοκτώ (1923) και το “Oedipus Rex” (1937), όπως
επίσης και κοστούμια ταινιών,
συμπεριλαμβανομένου του “La Regle de Jeu”
του Ρενουάρ. Η Katharine Hepburn πρωταγωνίστησε
το 1969 στο Broadway στο μιούζικαλ “Coco“, που
ήταν βασισμένο στη ζωή της Coco Chanel.
Πέθανε μόνη, στη
Λωζάνη της Ελβετίας το 1971. Πριν
από το θάνατό της, ένα κοστούμι της ή
μια βραδινή τουαλέτα της στοίχιζε
τουλάχιστον $12.000.
Ο τρόπος ζωής της Σανέλ
την τροφοδότησε ιδέες για το πώς οι
σύγχρονες γυναίκες πρέπει να δείχνουν,
να ενεργούν και να ντύνονται. Η λεπτή,
αγορίστικη φιγούρα της και και τα κοντά
της μαλλιά έγιναν ιδανικό, όπως και το
μαυρισμένο δέρμα της, ο δραστήριος
τρόπος ζωής της και η οικονομική
ανεξαρτησία της. Σε όλη τη σταδιοδρομία
της, η Σανέλ πέτυχε στη συσκευασία και
το μάρκετινγκ των προσωπικών της
τοποθετήσεων, στυλ και ύφους, γεγονός
που την κάνει έναν βασικό ρυθμιστή του
γυναικείου γούστου καθ’ όλη τη διάρκεια
του εικοστού αιώνα. Ήταν για μια ολόκληρη
κοινωνία ένα παράδειγμα προς μίμηση.
Πιο συγκεκριμένα:
Στην περίπτωση αυτή
καθοριστικός παράγοντας ήταν η
πρακτικότητα. Η Σανέλ φορούσε παντελόνια
καμπάνα στη Βενετία για να μπαινοβγαίνει
ευκολότερα στις γόνδολες και έτσι
ξεκίνησε μια επανάσταση στο σχεδιασμό
των παντελονιών.
Η επανάσταση αυτή, ήρθε
απλά τυχαία. Αφού έκαψε τα μαλλιά της,
τα έκοψε εντελώς και έκανε μία εμφάνιση
στο Παρίσι, αρχίζοντας την τρέλλα με τα
κοντοκουρεμένα μαλλιά. Όπως πάντα, κάθε
ιδέα της Chanel προκαλούσε σεβασμό. Και το
σημαντικότερο…
Αυτή ήταν, ίσως, η
μεγαλύτερη ανατροπή που η σχεδιάστρια
κατάφερε και μάλιστα άθελά της. Από την
εποχή του Σαίξπηρ ακόμα, πριν από τη
βιομηχανική επανάσταση, το λευκό δέρμα
δήλωνε την υψηλή κοινωνική θέση. Η
Ελισάβετ Α΄ πέθανε από τα άσπρα καλλυντικά
μολύβδου. Στην Ευρώπη, κατά τη διάρκεια
ενός μεγάλου μέρους του 18ου και του 19ου
αιώνα, το λευκό, άσπιλο δέρμα θεωρήθηκε
ελκυστικό, ειδικά στις γυναίκες, δεδομένου
ότι το μαυρισμένο δέρμα συνδέθηκε με
τη χειρωνακτική εργασία σε ένα αγρόκτημα
ή στην ύπαιθρο. Η κατοχή του λευκού
δέρματος δήλωνε ότι κάποιος ήταν αρκετά
πλούσιος ώστε να μισθώνει άλλους για
να κάνουν χειρωνακτική εργασία. Μετά
την εμμονή δύο αιώνων, λοιπόν, το γεγονός
αυτό έπρεπε να αλλάξει και άλλαξε όταν
η Σανέλ απόκτησε τυχαία ένα σκοτεινό
μαύρισμα, κατά τη διάρκεια των διακοπών
της στη γαλλική Ριβιέρα στη δεκαετία
του 1920, αναφλέγοντας τη μανία μεταξύ
των λευκών για το μαυρισμένο δέρμα.
Μέχρι τη δεκαετία του 1960, η προηγούμενη
κοινωνική σημασία ενός μαυρίσματος
είχε αντιστραφεί και το επιχαλκωμένο
δέρμα μεταξύ των λευκών δήλωσε συχνά
την υψηλή κοινωνική θέση, τον πλούτο
και την υγεία, ενδεχομένως για τον
αντίθετο λόγο. Τώρα που οι περισσότερες
εργασίες γίνονται μέσα σε κλειστούς
χώρους, το μαύρισμα για τους λευκούς
υποδηλώνει πλούτο, εφόσον απαιτείται
ελεύθερος χρόνος για να το αποκτήσουν.
Η υψηλή κοινωνία ήταν
αφοσιωμένη στη μόδα το 1900-1910. Μόνο οι
πολύ πλούσιοι άνθρωποι εκείνης της
εποχής μπορούσαν να έχουν κομμάτια
υψηλής ραπτικής, διότι τα ρούχα αυτά
ήταν χειροποίητα και η διαδικασία
παραγωγής ήταν αργή, λεπτομερής και
ακριβή. Γι’ αυτό οι περισσότεροι δεν
είχαν τα λεφτά για να πληρώσουν αυτά τα
ρούχα. Οι πλούσιοι έλεγχαν την μόδα,
γιατί η μόδα ήταν ένα σύμβολο του
κοινωνικού status. Το συνηθισμένο στυλ
ήταν εξωπραγματικό, οι γυναίκες φορούσαν
πολλά ρούχα το ένα πάνω από το άλλο, για
παράδειγμα σεμιζιέ, κορσέ, επικάλυμμα
του κορσέ, μεγάλα εσώρουχα, φανελένια
μεσοφόρια (τα οποία συνήθως ήταν και
περισσότερα του ενός)… Το λεγόμενο New
Look του Ντιόρ.
Γύρω στο 1908, ένα νέο
στυλ στη μόδα ξεκίνησε. Η Σανέλ
αντικατέστησε τον κορσέ με την άνεση
και την καθημερινή κομψότητα. Τα σχέδιά
της περιλάμβαναν τα απλά ταγέρ και
φορέματα, τα γυναικεία παντελόνια, τα
κοσμήματα κοστουμιών, τα αρώματα και
τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα. Το
κόνσεπτ ήταν η γυναικεία φιγούρα να
φαίνεται φυσική. Οι γυναίκες ξεκίνησαν
να κάνουν καριέρα σε διάφορους τομείς
και είχαν ένα νέο τρόπο ζωής. Κατά τη
διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου,
οι γυναίκες ανέλαβαν τις δουλειές των
αντρών και τα συνηθισμένα πομπώδη ρούχα
εξαφανίστηκαν. Μετά το πέρας του πολέμου,
η μόδα της Chanel επηρεάστηκε από την
καινούρια συμπεριφορά των γυναικών.
Σύντομα, επεκτάθηκε
και στην υψηλή ραπτική δουλεύοντας το
ζέρσεϋ, η πρώτη στον γαλλικό κόσμο της
μόδας. Μέχρι το 1920, ο οίκος της επεκτεινόταν
συνεχώς, κάνοντας μόδα το look της,
του μικρού αγοριού. Τα χαλαρά της σχέδια,
οι κοντές φούστες και το casual ντύσιμο
της, έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με την
μόδα του κορσέ που επικρατούσε τις
προηγούμενες δεκαετίες. Η ίδια η Chanel
ντυνόταν με ρούχα που έμοιαζαν με
αντρικά, πράγμα που προσάρμοσε και στις
υπόλοιπες γυναίκες, οι οποίες το έβρισκαν
απελευθερωτικό.
Ο ίδιος ο Κριστιάν
Ντιόρ είπε: « με ένα μαύρο πουλόβερ
και δέκα σειρές μαργαριτάρια ξεσήκωσε
την μόδα».
Τα αγορίστικα σχέδιά
της, σε πλήρη αντίθεση με την Belle
Epoque, που ήταν στη μόδα εκείνη την περίοδο,
δεν περιορίζονταν στα ρούχα και για την
ακρίβεια δεν ξεκίνησαν κι απ’ αυτά. Την
πρώτη της σχεδιαστική απόπειρα την
έκανε στα καπέλα, τα οποία και αναδιαμόρφωσε.
Ενώ, μέχρι και τότε τα καπέλα ήταν
πλατύγυρα και υπερβολικά, φορτωμένα με
στολίδια, η Σανέλ επαναστάτησε σχεδιάζοντας
(και φορώντας) καπέλα μικρά, απλής φόρμας
και με στενό γείσο. Όταν ρωτήθηκε σχετικά
με αυτό, είπε: «πώς μπορεί να λειτουργήσει
το μυαλό κάτω από αυτές τις συνθήκες;».
Και κάτι για το οποίο δεν μπορεί να
κατηγορηθεί η ίδια είναι ότι δεν
χρησιμοποιούσε το μυαλό της.
Η Σανέλ συνέχισε να
δημιουργεί επιτυχείς εμφανίσεις και
στυλ για τις γυναίκες κατά τη δεκαετία
του ’20 και του ’30. Τη δεκαετία του ’20
διέδωσε το μικρό μαύρο φόρεμα, το οποίο
έφερε πολλές για την εποχή καινοτομίες.
Είχε κοντύνει το μήκος του, η μέση δεν
ήταν πλέον ασφυκτικά στενή και η απλή
μεταβλητότητά του, τού επέτρεπε να
φορεθεί και την ημέρα και το βράδυ,
ανάλογα με το είδος των αξεσουάρ που
του προσέθετες. Ήταν το πρώτο ρούχο που
διέθετε αυτό το προσόν. Αν και τα απλά
μαύρα φορέματα προϋπήρχαν της Σανέλ ,
αυτά που αυτή σχεδίασε θεωρήθηκαν και
θεωρούνται πρότυπα υψηλής ραπτικής. Το
1923, η σχεδιάστρια είπε στο Harper’s Bazaar ότι
“η απλότητα είναι η κεντρική ιδέα όλης
της αληθινής κομψότητας”, ενώ το 1926, η
αμερικανική Vogue παρομοίασε «το μικρό
μαύρο φόρεμα» της Σανέλ με τον Ford,
υπαινισσόμενη τη σχεδόν καθολική
δημοτικότητά του και την καθιέρωση του
στη μόδα ως βασικό στοιχείο της. Στην
πραγματικότητα, η έννοια του φορέματος
κατάλληλου για την ημέρα και το βράδυ
έγινε και μια βάση για την ίδια τη Σανέλ,
καθ’ όλη τη διάρκεια των επόμενων εποχών
και ένα κλασικό κομμάτι της ένδυσης των
γυναικών του εικοστού αιώνα. Για τις
βραδυνές εμφανίσεις, το φόρεμα συνοδευόταν
από μία σειρά κοσμημάτων.
Η μοναδική της αίσθηση
περί μόδας αντικατοπτριζόταν και στα
σχέδια που έκανε και για τα κοσμήματα.
Η καινοτομία της ήταν πως συνδύαζε
πραγματικές με ψεύτικες πέτρες. Για
άλλη μια φορά, παρασυρόταν στο σχεδιασμό
από τα προσωπικά της πάθη και προτιμήσεις.
Στα κοσμήματά της επαναλάμβανε, πολλές
φορές, τη φόρμα της καμέλιας, που ήταν
το αγαπημένο της λουλούδι.
CHANEL N°5
Το διάσημο άρωμά της,
το Chanel No.5, ήταν το πρώτο που βγήκε στην
αγορά από σχεδιαστή ρούχων στην ιστορία
της αρωματοποιίας και οι ευθείες γραμμές
του μπουκαλιού, το έκαναν να ξεχωρίζει
από τα άλλα επιδεικτικά μπουκάλια
αρωμάτων της εποχής εκείνης. Το Νο. 5
λέγεται ότι ήταν ο τυχερός αριθμός της
Κοκό, εντούτοις η ονομασία του αρώματος
επιλέχτηκε πραγματικά, επειδή ήταν το
πέμπτο δείγμα.
«Το Chanel No5 ακόμα
ταξινομείται ανάμεσα στα πέντε κορυφαία
εμπορικά σήματα οποιουδήποτε σημαντικού
καταστήματος», λέει ο Jean Hoehn Zimmerman, ανώτερο
εμπορικό στέλεχος της Chanel, «η επιτυχία
του οποίου οφείλεται στο άρωμα το ίδιο
και την πολύ δημιουργική διαφήμιση πίσω
από αυτό.”
Προς το τέλος της
δεκαετίας του ’50, η Mέριλιν
Μονρό αποκάλυψε ότι το Chanel Νο.5 ήταν
το αγαπημένο της άρωμά. Όταν ρωτήθηκε
τι φορούσε στο κρεβάτι, αυτή απάντησε
“δύο σταγόνες του Chanel Νο.5”. Ένα μπουκάλι
Chanel Νο. 5 πωλείται κάθε 30 δευτερόλεπτα.
Η Chanel το εισήγαγε το
1922. Από τότε έγινε και παρέμεινε δημοφιλές
και παραμένει ένα κερδοφόρο προϊόν της
επιχείρησης Chanel. Ο Pierre Wertheimer έγινε
συνεργάτης της στην επιχείρηση αρώματος
το 1924. Ο Wertheimer ήταν κύριος μέτοχος της
επιχείρησης κατά 70%. Η Coco Chanel έλαβε το
10% και ο φίλος της Bader το 20%. Ο Wertheimer
συνεχίζει να ελέγχει την επιχείρηση
αρώματος μέχρι και σήμερα.
Με το μείγμα
του ylang-ylang και γιασεμιού (που
καλλιεργούνται σε ειδικά λιβάδια, στη
Γαλλία, που είναι στην κατοχή της
εταιρείας), το διακριτικό art deco μπουκάλι
και τη μινιμαλιστική συσκευασία του,
το No5 παραμένει ένα ανεξίτηλο σύμβολο
του οίκου Chanel και του δυτικού πολιτισμού
αυτού του αιώνα.
Η Chanel αγαπούσε να
αναφέρει την έκφραση του ποιητή Paul
Valery που είπε ότι “μια άσχημα αρωματισμένη
γυναίκα δεν έχει κανένα μέλλον.” Τρία
τέταρτα ενός αιώνα αργότερα, το No5
προφανώς συνεχίζει να είναι μια προστασία
ενάντια σ’ αυτή τη μοίρα.
Οτιδήποτε και αν είναι,
είτε ένα ταγέρ του 30, είτε του 60, το
κλασικό ταγέρ Σανέλ έχει τις “boxy”
-τετράγωνες- γραμμές. Το χαρακτηριστικό
ταγέρ της, επίσης, έχει λεπτή και
συγκεκριμένη πλέξη (που είναι μια
μοναδική τεχνική αργαλειού), ενώ το
σακάκι ευθυγραμμίζεται με τη φούστα
και έχει μαύρα τελειώματα. Τα κουμπιά
είτε μοιάζουν με νομίσματα, είτε είναι
χρυσά με το διπλό λογότυπο των “CC” να
επιδεικνύεται πάνω τους και συνδυάζονται
με μεγάλα μαργαριταρένια περιδέραια
κοστουμιών. Υπάρχει πάντα ένα ζωνάρι
που ράβεται στη μέση της φούστας, για
να αποτρέπεται η μπλούζα από την ολίσθηση
και το φερμουάρ τοποθετείται στην πλευρά
της φούστας για να είναι πιο άνετη. Από
μία άποψη, το να φοράει κάποιος ένα ταγέρ
Σανέλ , είναι όπως το να φοράει ένα
οποιοδήποτε άλλο περίκομψο ταγέρ, το
οποίο, όμως, έχει φτιαχτεί ειδικά για
να ταιριάζει στις κινήσεις αυτού που
το φορά και να διατηρεί την τέλεια χάρη
του και την κομψότητά του.
Το γνωστό αυτό ταγέρ
της Σανέλ , που προωθήθηκε το 1923,
περιελάμβανε μια φούστα στο μήκος του
γονάτου (για πρώτη φορά στην ιστορία
της γυναικείας μόδας, οι γυναίκες
έδειχναν τους γυμνούς τους αστραγάλους
σε δημόσια θέα – οι άνθρωποι είχαν
εκπλαγεί από αυτό το νέο στυλ) ή παντελόνι
για γυναίκες, δημιουργώντας το πρωτοποριακό
για την εποχή ανδρόγυνο στυλ, το οποίο,
επίσης, περιλάμβανε το γυναικείο
πουκάμισο και τη γραβάτα, που κανένας
άλλος σχεδιαστής δεν είχε τολμήσει να
χρησιμοποιήσει.
Τα ταγέρ αυτά, εξαφάνιζαν
την γυναικεία μέση και διέθεταν απλότητα.
Τα ταγέρ της ταίριαζαν στον τρόπο ζωής
των ανθρώπων και δεν ήταν απλά μόδα. Η
ίδια έλεγε «φτιάχνω ρούχα μέσα στα οποία
οι γυναίκες μπορούν να ζουν, να αναπνέουν,
να αισθάνονται άνετα και να φαίνονται
νεότερες». Το σκεπτικό πίσω από αυτά
βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με το
σκεπτικό που έφτιαχναν τα ρούχα πριν
από αυτήν.
Το Μάιο του 1916, η Σανέλ
εισήγαγε τα ζέρσεϋ ταγέρ. Το ζέρσεϋ
είναι ένα μαλακό και ελαστικό ύφασμα,
το οποίο χρησιμοποιείτο μόνο για τα
εσώρουχα των αντρών, πριν εκείνη το
χρησιμοποιήσει στα ταγέρ της, γιατί η
εμφάνισή του και η κίνησή του το
καθιστούσαν δύσκολο στο χειρισμό. Λόγω
των συνθηκών του πολέμου, η Σανέλ το
υιοθέτησε σαν υλικό υψηλής ραπτικής.
Σήμερα το μέσο κόστος ενός κοστουμιού
Σανέλ είναι $5.000 και μπορεί να αγοραστεί
μόνο σε Chanel boutiques ή σε πολυτελή καταστήματα.
Οι λεπτομέρειες, όπως τα έξοχα υφάσματα,
το προσεγμένο κόψιμο και το ράψιμο στο
χέρι συμβάλλουν στο υψηλό κόστος. Η
Σανέλ ήταν σταθερός οπαδός της άποψης
ότι, εάν οι δαπάνες κόστους των προϊόντων
της ήταν υψηλές, κατόπιν τα εμμονικά,
τέλεια σχέδιά της θα εκτιμούνταν αληθινά.
Η καινοτομία της
συγκεκριμένης τσάντας (για την οποία
πήρε το Neiman Marcus award) ήταν αφ’ ενός η
ειδική επεξεργασία που είχε υποστεί το
δέρμα και αφ’ ετέρου η ευφάνταστη
εισαγωγή της αλυσίδας στη γυναικεία
ένδυση και αξεσουάρ.
Η Chanel ήταν η πρώτη
σχεδιάστρια που έφερε τη μονοχρωμία
στην εξωτερική εμφάνιση δημιουργώντας
το total look.
Επίσης, ήταν η πρώτη
σχεδιάστρια στην ιστορία της μόδας που
σχεδίασε συσκευασίες προϊόντων μακιγιάζ.
Η Chanel έφερε και
το casual ντύσιμο στις γυναίκες
δημιουργώντας για πρώτη φορά γυναικεία
πουλόβερ (διακοσμημένα συνήθως με
χάντρες) και τις διάσημες δίχρωμες
μπαλαρίνες της (μπεζ με μαύρη μύτη).
Τέλος, η ίδια εισήγαγε
Αυτό το στυλ ένδυσης
περιλάμβανε μια σειρά ρούχων επηρεασμένων
από την Ασία, μια άλλη που αποκάλυπτε
το gypsy look και σαν αξεσουάρ
χρησιμοποιούνταν κατά βάση τα ντραπέ
τουρμπάνια.
Οι φορείς και οι
δημιουργοί του μύθου, που κατοικοεδρεύουν
στα γραφεία Σανέλ στην οδο Cambon και στη
λεωφόρο Charles de Gaulle στο Παρίσι, αλλά και
στη 57η οδό στη Νέα Υόρκη έχουν πετύχει
να καταστήσουν το όνομα Σανέλ ακόμα
περισσότερο εμπορικό και επιτυχές στο
τέλος του 20ου αιώνα απ’ ό,τι ήταν στην
αρχή, επειδή έχουν μάθει να βρίσκουν
μια μέση λύση μεταξύ της προστασίας των
διαχρονικών στοιχείων της κληρονομιάς
Σανέλ (όπως το No5) και της προσαρμογής
των επίκαιρων στοιχείων της. Μετά το
θάνατο της Σανέλ το 1971, αρκετοί από τους
βοηθούς της σχεδίασαν τις συλλογές της
υψηλής ραπτικής και ready-to-wear έως
ότου ανέλαβε ο Karl Lagerfeld (γεννημένος το
1938) το κομμάτι της υψηλής ραπτικής το
1983 και τις ready-to-wear τo 1984. Ο
Lagerfeld, όπως και η Σανέλ κατά την διάρκεια
της επιστροφής της, κοίταξε στα προηγούμενα
σχέδια για το μυστικό της επιτυχίας
του. Τα σχέδιά του ενσωμάτωσαν τις
λεπτομέρειες της υπογραφής της Σανέλ,
τα υφάσματα τουίντ, τα χρώματα, τις
χρυσές αλυσίδες, το καπιτονέ δέρμα, και
το συνδεμένο λογότυπο των “CC”. Στις
πιο πρόσφατες συλλογές, ο Lagerfeld έγινε
πιο ασεβής, αποσυνθέτοντας μερικά από
τα θηλυκά looks της Σανέλ. Παίζοντας
με το γεγονός ότι το αγαπημένο ύφασμα
της ήταν το ζέρσεϋ, ο Lagerfeld το ενσωμάτωσε
ακόμη και στις μπλούζες και στις
λεπτομέρειες όλων των σχεδίων του. Εν
τούτοις, η δυνατότητα του Lagerfeld να ψάχνει
στο αρχείο του οίκου για την έμπνευση
του, πιστοποιεί τη σημασία της συνεισφοράς
της Gabrielle Chanel στη μόδα των γυναικών στον
εικοστό αιώνα. «Μια γυναίκα μπορεί να
είναι υπερβολικά ντυμένη, ποτέ όμως δε
μπορεί να είναι υπερβολικά κομψά
ντυμένη». Η Coco ήξερε πολύ καλά ότι το
στυλ δεν έρχεται μόνο από την ενδυμασία,
αλλά και από τη συμπεριφορά.
- TIME 100: Artist & Entertainers – Coco Chanel
- Coco Chanel – Wikipedia, the free encyclopedia
- Chanel
- The Metropolitan Museum of Art – Special Exhibitions: Chanel
- Coco Chanel – Biography and Links
- ArtandCulture Artist: Coco Chanel
- Coco Chanel on 43 People
- Coco Chanel – Famous-Entrepreneurs –
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.