Παρασκευή 29 Ιουνίου 2018

Καλοκαίρι...

GALLERY_14-STATHOPOULOS



Οδυσσέας Ελύτης «Η Μαρίνα των βράχων»
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες 
Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους. 
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο 
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της
Xίμαιρας 
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση! 
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου 
Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω 
Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών 
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια
- Μα πού γύριζες;
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας 
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες 
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων 
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους 
Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.
Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη 
Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα 
Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού 
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες
Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα 
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο 
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε 
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του 
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.
Άκουσε ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση 
Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος 
Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας 
Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα 
Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη. 
Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο
άλλο καλοκαίρι, 
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια 
Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους, 
Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές 
Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο. 

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο, 
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας 
Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.





 sally-swatland-summer-on-long-island

Γιάννης Ρίτσος " Παιχνίδια τ' ουρανού και του νερού"

“Η αλυσιδίτσα στο λαιμό σου,
τ’ αστράκι της αυγής στα φύλλα,
σκοινιά, καράβια και φανάρια,
γλάροι, καθρέφτες και καρποί-
τα κατάρτια μπουμπουκιάσανε.

Όμορφη, Θε μου, που ‘ναι η πλάση,
μύρια ποτήρια του νερού
φρεσκοπλυμένα, σκουπισμένα
στο περιγιάλι αστράφτουνε.

 Απ’ όλα πίνω το γαλάζιο,
κι ακόμη, γιε μου, να μεθύσω.”


“Στα μεγάλα κόσκινα του καλοκαιριού,
κοκκινίζεις του ήλιου το κριθάρι,
το φλουρί, το κεχριμπάρι
παίζει στο λαιμό σου,
παίζει στα δυο σου χέρια
και στο κούτελό σου.

Κι όλο κοσκινίζεις
και ψωμί δε φτιάχνεις.
Πώς χορταίνει κι αυγαταίνεις;
Πώς χορταίνουνε τα δέντρα σου
και τα πρόβατά σου;

Κι ο γιαλός, ο αστραφτερός
σα γαλάζιος σκύλος
κάθεται στα πισινά του
και σαλεύει την ουρά του,
και του ρίχνεις μια ματιά
στα πεταχτά
και χορταίνει, – πώς χορταίνει
τέτοιος σκύλος;

Μες στον κάμπο η κόκκινη εκκλησιά
και στη ράχη ο άσπρος μύλος.

Και προτού το δείλι γείρει
έφτιαξες τον ήλιο όλο μελοπίτες
και κουλούρες του χορού
για τους κυνηγούς και τ’ άτια του νερού
για της Άγιας Πελαγίας το πανηγύρι.”

On Pinterest!

On Instagram!