Η Σοφία Βέμπο είναι μια
ερμηνεύτρια που τραγουδά με την ψυχή
στα χείλη. Οι στίχοι αποκτούν πνοή μόλις
τους προφέρει, γίνονται καλές εποχές
που έχουν περάσει ή ελπιδοφόρες που θα
έρθουν.
Γίνονται έρωτες δυνατοί που συγκλονίζουν συθέμελα τις υπάρξεις και αξέχαστες μοιραίες γυναίκες που περνούν από τον κόσμο, με την ομορφιά και την ορμή καταιγίδας.
Η Σοφία Βέμπο είναι αναμφισβήτητα μια από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες του 20ου αιώνα,
Η σπάνια κοντράλτο φωνή της αιχμαλωτίζει με τη συναισθηματική της δύναμη και καταργεί τους χρονικούς περιορισμούς. Διασχίζει τις δεκαετίες, προκαλώντας γνήσια συγκίνηση στα ακροατήρια όλων των ηλικιών.
Το φως της λάμπει άσβεστο όπως εκείνο των παλιών αστεριών που βλέπουμε στον νυχτερινό ουρανό χωρίς αυτά πλέον να υπάρχουν.
Είναι άδικο γι' αυτήν την σπουδαία ερμηνεύτρια να τη θυμόμαστε μόνο την 28η Οκτωβρίου. Εκείνη τη Σοφία των αριστουργηματικών τραγουδιών. Τη Σοφία που γέμισε ασφυκτικά τρεις φορές το Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης και μάγεψε τραγουδώντας επί ώρες χωρίς μικρόφωνο!
Για εμένα η Βέμπο είναι εκτός των άλλων ηρωίδα της προσωπικής μου μυθολογίας.
Η γιαγιά μου λάτρευε τη Βέμπο και έβρισκε πάντα μια αφορμή για να σιγοψιθυρήσει ένα τραγούδι της.
«Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά»,τραγουδούσε όταν άνοιγε με ορμή τα παραθυρόφυλλα το πρωί και μας ξυπνούσε τους δύσμοιρους, γιατί όπως έλεγε: «το πρωϊνό πουλί πιάνει το σκουλήκι».
«Μίλα μας και μη μας αγαπάς» όταν της έκανα μούτρα για ένα ανεκπλήρωτο χατίρι.
«Κλαις» όταν με έπιανε το παράπονο, «ο μήνας έχει δεκατρείς», όταν ο μήνας είχε όντως δεκατρείς.
«Λόντρα, Παρίσι, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη, Βιέννη
μπρός στην Αθήνα, καμμιά μα καμμιά σας δε βγαίνει»
Όταν της διηγούνταν μακρινά ταξίδια σε μέρη που δε θα πήγαινε ποτέ.
Την αγαπούσε αγνά και απόλυτα η γιαγιά τη Βέμπο. Μας περιέγραφε πως πήγαινε κοριτσάκι ως το κεντρικό ζαχαροπλαστείο της περιοχής για να ακούσει και να μάθει τραγούδια στο μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε εκεί.
Και πως το πρώτο τραγούδι που είχε ακούσει από το μαγικό κουτί ήταν το «Πόσο λυπάμαι».
Το «Πόσο λυπάμαι» συντάραξε τη 14χρονη ρομαντική ψυχή της γιαγιάς και πήγαινε καθημερινά στο ζαχαροπλαστείο με την προσδοκία να το ξανακούσει και να το αποστηθίσει.
Το Valse του 1938 σε μουσική Κώστα Γιαννίδη και στίχους Σπυρόπουλου Παπαδούκα ακουγόταν στην επιθεώρηση «Βιολέττα» την μεγάλη επιτυχία του θιάσου Μηλιάδη- Κυριακού που παιζόταν στο θέατρο Σαμαρτζή.
Δεν κουράστηκε η κυρά Δήμητρα ποτέ να το ακούει και να το τραγουδά για τα επόμενα 78 χρόνια! Ήταν ο προσωπικός της ύμνος.
Με αυτό με νανούριζε τα βράδια και ήταν το πρώτο τραγούδι που έμαθα να τραγουδώ και να το λέω με καμάρι ανεβασμένος πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού που με ανέβαζαν οι μεγάλοι, ως ατραξιόν των συγκεντρώσεων.
«Πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα πριν να γνωρίσω εσένα που πρόσμενα καιρό», μου τραγουδούσε με την σχεδόν κοριτσίστικη φωνή της, κάνοντας το ερωτικό τραγούδι ένα τρυφερό νανούρισμα που ξεχείλιζε από ατόφια αγάπη.
Όταν έκανα την πρώτη μου ραδιοφωνική εκπομπή, λίγο πριν τα 19 μου το πρώτο τραγούδι που «έπαιξα» ήταν αυτό, προς μεγάλη έκπληξη του ηχολήπτη που αναρωτήθηκε παραξενεμένος σε ποιο κοινό απευθυνόμουν.
Αγαπητέ Βαγγέλη απευθυνόμουν στην μοναδική μου, σίγουρη τότε, ακροάτρια, που ενώ κοιμόταν με τις κότες, εκείνη τη νύχτα είχε ξαγρυπνήσει για να ακούσει το καμάρι της.
Τη σκέφτομαι με την αιώνια ποδιά της καθισμένη στο ξύλινο σκαμνάκι, καθαρίζοντας κρεμμυδάκια για το στιφάδο.Τη θυμάμαι να τραγουδά δακρυσμένη από την αψάδα χαμογελώντας.
Κι αν χωρίσαν στη ζωή πολλές καρδιές
δε χωρίζουμε εμείς, μην κλαις.
Όντως γιαγιά μου, δεν χωρίσαμε ποτέ, όπως εσύ με τη Σοφία…
πηγή:https://www.ogdoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.