El Greco: H Μαρία Μαγδαληνή Μετανοούσα. Λεπτομέρεια. 1585-1590. Cau Ferrat Μουσείο.
Νίκος Γκάτσος, «Μεγάλη
Τρίτη»
Επόρευσαν οι βασιλείς
και εκ του οίνου της πορνείας
εμεθύσθησαν οι
κατοικούντες την γην.
Κάτω απ’ τα λάβαρα της
Ρώμης
στην τέντα της Μαγδαληνής
εσύ πατέρας της συγγνώμης
κι εμείς παιδιά της
ηδονής.
Ζοφώδης και ασέληνος
ο έρως της αμαρτίας.
Βραχνή ακούστηκε η
κραυγή
Στα καπηλιά της πολιτείας
Εσύ αμνίον για σφαγή
Κι εμείς κριοί της
αμαρτίας.
Το πολύτιμον μύρον
η πόρνη έμιξε μετά δακρύων και εξέχεεν
εις τους αχράντους
πόδας σου.
Δε σε πτόησαν οι
Πιλάτοι
ουτ’ ο καιρός που ειν’
εγγύς
εσύ στων ουρανών τα
πλάτη
κι εμείς παρείσακτοι
της γης.
Εγώ φως εις τον
κόσμον ελήλυθα, ίνα πας ο πιστεύων εις
εμέ εν τη σκοτία μη
μείνη.
Κασσιανή: Μια γυναίκα,
η μοναδική υμνογράφος πλούτισε τον
9ο αιώνα την εκκλησιαστική ποίηση με
τους τόνους της θερμής γυναικείας
ευαισθησίας της. Πολλοί θρύλοι περιβάλλουν
τη μορφή της, επινοήματα μεταγενεστέρων
ασφαλώς. Το βέβαιο είναι πως η Κασσιανή
(ή Κασσία ή Εικασία) ήταν μια λόγια
μοναχή, προικισμένη με ποιητικό ταλέντο.
Σώζονται αρκετά ποιήματά της, όπου ο
λυρισμός συνταιριάζεται μ’ ένα λεπτό
και καλλιεργημένο πνεύμα. Το «Ιδιόμελον
εις την Μεγάλην Τετάρτην», το γνωστό
Τροπάριο της Κασσιανής, ψέλνεται στην
εκκλησία τη Μεγάλη Τρίτη)
«Το Τροπάριο της
Κασσιανής»…
Κύριε, η εν πολλαίς
αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, την σήν
αισθομένη Θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα
τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του
ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, οτι νύξ
μοι υπάρχει, οίστρος ακολασίας, ζοφώδης
τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των
δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης
το ύδωρ κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς
της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη
αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους
σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν
τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις ων εν
τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον
τοις ώσιν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη
και κριμάτων σου αβύσσους τις εξιχνιάσει,
ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην
παρίδης, Ο αμέτρητον έχων το έλεος.
(Η ελληνική ποίηση
ανθολογημένη, β’ τ., εκδ. Μεσαίωνας)
Νίκος Καζαντζάκης,
“Μαγδαληνή”
Ω Κύριε, εγώ ‘μαι που
έσπασα σα μυρογιάλι
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.
στα ιερά σου πόδια την καρδιά μου, και τα ολόξανθα
μακριά μαλλιά μου εγώ τ’ ανέμισα στις τρέμουλες,
σκυφτές των Αποστόλων κεφαλές, σα φλάμπουρο!
Εγώ ‘μαι που όντας όλοι οι εδικοί μακριάθε
κοιτώντας το σταυρό σε κλαίγαν σκορπισμένοι,
στεκόμουν στο πλευρό σου παραστάτης, κι όρθια
στα χέρια μου εδεχόμουν, στην ποδιά, στο πρόσωπο,
πηχτό, ζεστό, σαν όμπρο θερινό, το γαίμα σου!
Κ’ έκραζα: Ανοίξου γης, ποτίσου γης, σκιρτήστε
σα σπόροι αθάνατοι στο χώμα, ώ πεθαμένοι!
Χριστέ, κι αν όλοι σ’ αρνηθούν, δε θα πεθάνεις!
Γιατί στον κόρφο μου το αθάνατο νερό
κρατώ και σε κερνώ, και κατεβαίνεις πάλι
στη γης, και περπατάς μαζί μου στα χωράφια,
βολές σωπαίνοντας γλυκά, βολές ταΐζοντας
το Λόγο τον καλό στα πεινασμένα πλήθη.
Για τις «σύγχρονες
Μαγδαληνές», τις «Αγίες του έρωτα» ο
λόγος! Ένα ποίημα του Καββαδία
χαρακτηριστικό του “Καββαδιακού”
κόσμου, με “τα μπαρ των λιμανιών και τα
μπορντέλα”.
Νίκος Καββαδίας,
«Kasbah» ή «Η πόρνη του Kasbah»
Τραβούσαμε με βήμα
αργό προς την Κασμπά.
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά….
Φέσι αλγερίνικο φορούσε ο συνοδός μου.
Το στίχο ποίηση το λαμπρότερό σου δώσμου
για να ιστορήσω κάποια πράγματα θαμπά….
Η παραλία κάτου φαινόταν
με τα πλοία
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.
κι ένας πολύγλωσσος που ερχόταν συφερτός.
Μαύρες γυναίκες,
στολισμένες με λευκά,
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.
Αλγερινές που εθορυβούσαν κι εγελούσαν
και ναυτικοί από ξένες χώρες που φορούσαν
κάσκες παράδοξες και ρούχα τροπικά.
Σπίτια παλιά, δίχως
παράθυρα, ψηλά
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.
κι απά σε πέτρινα πεζούλια καθισμένες
πατρόνες γριές, σαν από κόλαση βγαλμένες
παίζανε ζάρια και τραβούσανε λουλά.
Μες σε κοιτώνες
χωρισμένους, σκοτεινούς,
απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεββάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.
απάνου σε φαρδιά και βρώμικα κρεββάτια,
άσπρες και μαύρες, με φρικτά κι άφωτα μάτια
δίχως ορίζοντα και δίχως ουρανούς.
Μέσα στο νούμερο “Ταλαάτ”
ένα λευκό
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.
κορμί γυναίκας σ’ ένα ολόμαυρο μεντέρι
στα χέρια της παίζει με τέχνη ένα μαχαίρι
κι ένα χοντρό βιβλίο διαβάζει, παλαιικό.
Με χαιρετά με μιαν ευχήν
αραβική
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.
και μου μιλεί από κάθε γλώσσα λίγα λόγια
που της εμάθαν μες τα ξένα καταγώγια
όσοι κοιμήθηκαν μαζί της ναυτικοί.
Ομως κρατά μετά τα χείλη
της κλειστά.
Αν μείνεις -μου ‘πε- τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.
Αν μείνεις -μου ‘πε- τ’ όνομά μου μη ρωτήσεις.
Μισώ τις μάταιες εξομολογήσεις
και των αντρών τα μάταια λόγια τα ζεστά.
Μείναμε δίχως να μιλάμε
ως την αυγή
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.
κι όταν επλήρωσα και κίνησα να φύγω,
κουδούνισε τα χρήματα στο χέρι λίγο
και μου τα πέταξε στο πρόσωπο με οργή.
Και μου πε: Αν ζήσατε
πολύ στους τροπικούς
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.
κι αν εδιαβάσατε παράξενα βιβλία,
μάθατε μόνο να οδηγάτε αργά τα πλοία,
στους χάρτες σκύβοντας τους Μερκατορικούς.
Αλλά το ασάλευτο ταξίδι
των πορνών,
ποιός από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.
ποιός από σας, τυφλοί, ποτέ το βλέπει;
Ο μεσονύχτιος ήλιος πάντοτε το σκέπει
και τ’ άστρο κάποιων άγνωστών σας ουρανών.
Εβγήκα. Απέξω από την
πόρτα της σειρά
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.
προσμέναν Γάλλοι, Εγγλέζοι και Σενεγαλέζοι.
Κι αυτή κλεισμένη το μαχαίρι της να παίζει,
πετώντας το στον τοίχο τούτη τη φορά.
Κι ετράβηξα τρεκλίζοντας
με βήμα αργό,
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.
ώσπου έφτασα, με τη βοήθεια του κυρίου
απ’ την αρχαία πολιτεία του Αλγερίου
στο ξεβαμμένο μας τεράστιο φορτηγό.
(Νίκος Καββαδίας, Το
ημερολόγιο ενός τιμονιέρη, εκδόσεις
Αγρα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.